- παραμευομαι
- παραμεύομαιπαρ-ᾰμεύομαι(только fut. παραμεύσομαι) превосходить
π. τινος μορφάν Pind. — превзойти кого-л. красотой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
π. τινος μορφάν Pind. — превзойти кого-л. красотой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραμεύομαι — Α 1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι* («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.) 2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι (κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»] … Dictionary of Greek
παραμεύσεται — παραμεύομαι will surpass aor subj mp 3rd sg (epic) παραμεύομαι will surpass fut ind mp 3rd sg παραμεύομαι will surpass aor subj mid 3rd sg (epic aeolic) παραμεύομαι will surpass fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) παρᾱμεύσεται , παραμεύομαι will… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)